κρατηροειδής

κρατηροειδής
-ές
1. αυτός που έχει σχήμα κρατήρα, αυτός που είναι όμοιος με τα αγγεία μέσα στα οποία ανακάτευαν το κρασί με νερό
2. όμοιος με κρατήρα ηφαιστείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρας + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Γ. Χ. Παπαγεωργίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • βαλλωτή — η (Α βαλλωτή) πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, βρομόχορτο, πιπερίτσα νεοελλ. ονομασία διαφόρων φυτών Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο είναι η βαλλωτή η κρατηροειδής, λουμινιά, λυχναράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”