- κρατηροειδής
- -ές1. αυτός που έχει σχήμα κρατήρα, αυτός που είναι όμοιος με τα αγγεία μέσα στα οποία ανακάτευαν το κρασί με νερό2. όμοιος με κρατήρα ηφαιστείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρας + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Γ. Χ. Παπαγεωργίου].
Dictionary of Greek. 2013.